- αποκαρτερώ
- (AM ἀποκαρτερῶ, -έω)περιμένωαρχ.αυτοκτονώ αρνούμενος να δεχθώ τροφή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αποκαρτερώ — ησα, χάνω την αντοχή μου στον πόνο, στα δεινά, κυριεύομαι από απελπισία: Από τις συφορές είχε αρχίσει να αποκαρτερεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποκαρτερῶ — ἀποκαρτερέω kill oneself by abstinence pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀποκαρτερέω kill oneself by abstinence pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀποκαρτερέω kill oneself by abstinence pres subj act 1st sg (attic epic doric)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)